αρκουδόβατος

αρκουδόβατος
Αναρριχώμενο φυτό της ελληνικής χλωρίδας· ανήκει στην οικογένεια των λιλιιδών και απαντάται σε δάση, θαμνότοπους, φράκτες, αλλά και σε πάρκα. Έχει λεπτούς, γωνιώδεις βλαστούς με αγκάθια. Τα φύλλα είναι επαλλάσσοντα, ωοειδή ή βελοειδή, μυτερά, γυαλιστερά, δερματώδη και με αγκάθια στην περιφέρειά τους. Τα άνθη είναι μικρά κιτρινοπράσινα σε μασχαλιαίες ή επάκριες ταξιανθίες. Ο καρπός είναι μικρή, σφαιρική, κοκκινωπή ράγα. Το έχουν περιγράψει ο Θεόφραστος και ο Διοσκουρίδης. Στην Ελλάδα είναι γνωστό και με άλλα ονόματα, όπως αρκόβατος, ξυλόβατος και σμιλάγγι. Από τον α. εξάγεται για φαρμακευτικούς σκοπούς η ρίζα της ευρωπαϊκής σαρσαπαρίλας. Η ποικιλία μαυριτιανή δεν έχει αγκάθια και ο καρπός της είναι μελανός. Στο ίδιο γένος ανήκει η σμίλαξ η ιατρική, αναρριχώμενο φαρμακευτικό φυτό, αυτοφυές της Κεντρικής Αμερικής. Τα επιμήκη, σκληρά και ισχυρά ριζώματά του χρησιμοποιούνται για φαρμακευτικούς σκοπούς (ρίζες αμερικανικής σαρσαπαρίλας), επειδή περιέχουν ουσίες με διουρητικές, καθαρτικές, αντιχοιραδικές και αντιρρευματικές ιδιότητες. Για τον ίδιο σκοπό χρησιμοποιούνται τα ριζώματα παρόμοιων ειδών, όπως η σμίλαξ η φαρμακευτική της Ονδούρα, η σμίλαξ η περίκοσμη του Μεξικού, η σμίλαξ η γλαυκή της Βιρτζίνια κ.ά. Καρποί αρκουδόβατου, αναρριχώμενου φυτού της ελληνικής χλωρίδας.
* * *
ο και -το, το
ο θάμνος Σμίλαξ η τραχεία (Smilax aspera), ο αγριόκισσος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αρκούδα — Κοινή ονομασία για τα σαρκοφάγα πελματοβάμονα ζώα που αποτελούν την οικογένεια των αρκτιδών. Το σώμα τους είναι ογκώδες, μπορεί να έχει μήκος από 1,40 έως 3 μ. και καλύπτεται από μακρύ και πυκνό, αλλά αδρό τρίχωμα. To κεφάλι τους είναι κατά… …   Dictionary of Greek

  • σκυλόβατος — ο, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Smilax aspera τού γένους σμίλαξ, γνωστού και ως αρκουδόβατος, ξυλόβατος κ.α …   Dictionary of Greek

  • σμίλαξ — (I) η / σμῑλαξ, ίλακος, ΝΑ γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων πολυετών ποωδών ή αποξυλωμένων φυτών, συνήθως αναρριχητικών, το οποίο σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια λιλιίδες τής τάξης λιλιώδη, περιλαμβάνει 300 περίπου είδη… …   Dictionary of Greek

  • λιλιίδες ή λειριίδες — (liliaceae). Οικογένεια μονοκοτυλήδονων ποωδών φυτών. Περιλαμβάνει κυρίως πολυετείς πόες που διαθέτουν υπόγειους βολβούς και ριζώματα, απ’ όπου εκφύονται όρθιοι βλαστοί και σε μερικά γένη αναρριχώμενοι. Σε άλλες περιπτώσεις, οι βλαστοί έχουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”